·

demanding (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
demand (ρήμα)

επίθετο “demanding”

βασική μορφή demanding (more/most)
  1. απαιτητικός (χρειάζεται πολύ χρόνο, προσπάθεια ή προσοχή)
    Being a doctor is a demanding profession; it requires long hours and intense focus.
  2. απαιτητικός (αναμένει πολλά από τους άλλους, δεν ικανοποιείται εύκολα)
    Sarah's parents are very demanding; they expect her to get top grades in every subject.