·

demand (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “demand”

ενικός demand, πληθυντικός demands ή μη μετρήσιμο
  1. απαίτηση
    The workers presented their demands to the management during the negotiations.
  2. ζήτηση
    The company increased production to keep up with the growing demand for its products.

ρήμα “demand”

απαρέμφατο demand; αυτός demands; αόριστος demanded; μετοχή αορ. demanded; μετοχή ενεστ. demanding
  1. απαιτώ
    The unhappy customer demanded a refund after the product malfunctioned.
  2. απαιτώ (ως αναγκαίο)
    This complex task demands a high level of expertise and precision.
  3. ζητώ επιτακτικά για να λάβω πληροφορίες
    She demanded why her application was rejected without explanation.