ουσιαστικό “demand”
ενικός demand, πληθυντικός demands ή μη μετρήσιμο
- απαίτηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The workers presented their demands to the management during the negotiations.
- ζήτηση
The company increased production to keep up with the growing demand for its products.
ρήμα “demand”
απαρέμφατο demand; αυτός demands; αόριστος demanded; μετοχή αορ. demanded; μετοχή ενεστ. demanding
- απαιτώ
The unhappy customer demanded a refund after the product malfunctioned.
- απαιτώ (ως αναγκαίο)
This complex task demands a high level of expertise and precision.
- ζητώ επιτακτικά για να λάβω πληροφορίες
She demanded why her application was rejected without explanation.