ρήμα “fall”
απαρέμφατο fall; αυτός falls; αόριστος fell; μετοχή αορ. fallen; μετοχή ενεστ. falling
- πέφτω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The apple fell from the tree and landed on the grass.
- σωριάζομαι
He tripped over the toy and fell.
- γονατίζω (για να δείξω σεβασμό ή υποταγή)
She fell to her knees and asked for forgiveness.
- μειώνομαι
Attendance at the event fell sharply after the rain started.
- περιέρχομαι
He fell silent when he heard the news.
- πέφτει (το βλέμμα)
Her gaze fell upon the old photograph on the mantel.
- βρίσκομαι
The stress falls on the second syllable in the word.
- χειροτερεύω
His grades began to fall after he stopped studying.
- καταρρέω (μια αυτοκρατορία)
The old bridge finally fell after years of neglect.
- πεθαίνω (ιδιαίτερα σε πόλεμο ή από ασθένεια)
Many soldiers fell during the long and brutal conflict.
- πέφτει (μια εκδήλωση σε συγκεκριμένη ημέρα ή ώρα)
My birthday falls on a Saturday this year.
- κατηφορίζω
The road falls gently towards the valley.
- κρέμομαι
The curtains fell softly to the floor, creating a cozy atmosphere.
ουσιαστικό “fall”
ενικός fall, πληθυντικός falls ή μη μετρήσιμο
- πτώση
The apple's fall from the tree was quick and sudden.
- μείωση
The fall in temperature overnight was quite noticeable.
- φθινόπωρο
In the fall, we love to go apple picking and watch the leaves change color.
- πτώση (απώλεια εξουσίας, θέσης ή ελέγχου)
The fall of the ancient kingdom marked the end of its golden age.
- πτώση (η εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον παράδεισο)
The fall of Adam and Eve led to their expulsion from the Garden of Eden.