·

ethic (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ethic”

ενικός ethic, πληθυντικός ethics
  1. ηθική (ένα σύνολο ηθικών αρχών ή αξιών που καθοδηγούν τη συμπεριφορά ενός ατόμου ή ομάδας)
    The manager's strong work ethic inspired the entire team.
  2. ηθική (μια συγκεκριμένη ηθική αρχή που διέπει τις ενέργειες ενός ατόμου ή μιας ομάδας)
    Integrity is an ethic that she refuses to compromise.
  3. ηθική (η ηθική ορθότητα μιας συγκεκριμένης πρακτικής ή ενέργειας)
    They debated the ethic of genetic modification.