·

spoiled (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
spoil (ρήμα)

επίθετο “spoiled”

βασική μορφή spoiled (more/most)
  1. κακομαθημένος
    The spoiled child threw a tantrum when he didn't get the toy he wanted.