·

soonest (EN)
επίθετο, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
soon (επίρρημα)

επίθετο “soonest”

βασική μορφή soonest, μη βαθμ.
  1. νωρίτερος
    The soonest appointment we have is next Friday.

επίρρημα “soonest”

soonest
  1. το συντομότερο (το συντομότερο δυνατόν)
    They need the report soonest, so we must finish it today.