ουσιαστικό “pleasure”
ενικός pleasure, πληθυντικός pleasures ή μη μετρήσιμο
- ευχαρίστηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Feeling the warm sun on her face, she sighed in pleasure.
- απόλαυση
Reading a good book on a rainy day is one of life's simple pleasures.
- σεξουαλική ικανοποίηση
She felt a bout of pleasure as he kissed her.
ρήμα “pleasure”
απαρέμφατο pleasure; αυτός pleasures; αόριστος pleasured; μετοχή αορ. pleasured; μετοχή ενεστ. pleasuring
- ικανοποιώ
The soft melody pleasured everyone in the room, bringing smiles to their faces.
- ικανοποιώ σεξουαλικά
Maria found ways to pleasure her partner, ensuring their intimacy was always fulfilling.