·

annuity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “annuity”

ενικός annuity, πληθυντικός annuities
  1. προσόδος (στα χρηματοοικονομικά, μια σειρά ίσων πληρωμών που γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για μια καθορισμένη χρονική περίοδο)
    The loan was repaid through a 10-year annuity of fixed monthly payments.
  2. προσόδος (χρήματα που κάποιος λαμβάνει τακτικά για μια χρονική περίοδο, συχνά μέχρι το τέλος της ζωής του)
    He purchased an annuity to ensure he would have a steady income after he retired.