ουσιαστικό “while”
ενικός while, πληθυντικός whiles ή μη μετρήσιμο
- διάστημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She read a book for a little while before bed.
σύνδεσμος “while”
- ενώ
The cat curled up in my lap while I worked on my computer.
- παρόλο που
While I appreciate your help, I need to do this on my own.
- όσο
While you stay with your parents, you don't have to pay rent.
ρήμα “while”
απαρέμφατο while; αυτός whiles; αόριστος whiled; μετοχή αορ. whiled; μετοχή ενεστ. whiling
- σκοτώνω (την ώρα)
He whiled away the afternoon playing video games.