ουσιαστικό “art”
ενικός art, πληθυντικός arts ή μη μετρήσιμο
- τέχνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The museum's new exhibit showcases contemporary art that challenges traditional perspectives.
- ανθρωπιστικές σπουδές (για να διακρίνεται από τη γενική έννοια της τέχνης)
After high school, he decided to pursue a degree in the arts at the university.