·

art (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “art”

ενικός art, πληθυντικός arts ή μη μετρήσιμο
  1. τέχνη
    The museum's new exhibit showcases contemporary art that challenges traditional perspectives.
  2. ανθρωπιστικές σπουδές (για να διακρίνεται από τη γενική έννοια της τέχνης)
    After high school, he decided to pursue a degree in the arts at the university.