·

lifting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
lift (ρήμα)

ουσιαστικό “lifting”

ενικός lifting, πληθυντικός liftings ή μη μετρήσιμο
  1. ανύψωση
    The lifting of the heavy boxes took all morning.
  2. άρση βαρών
    Lifting is important when you want to build strength.
  3. λίφτινγκ
    He decided to have a lifting to reduce the signs of aging.
  4. ανύψωση (στα μαθηματικά)
    The concept of lifting was introduced in our advanced mathematics class.