ρήμα “lift”
απαρέμφατο lift; αυτός lifts; αόριστος lifted; μετοχή αορ. lifted; μετοχή ενεστ. lifting
- σηκώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She lifted the suitcase into the car.
- ανυψώνομαι
The fog lifted, revealing the valley below.
- αίρω
The government decided to lift the lockdown.
- ανεβάζω (τη διάθεση)
The good news lifted everyone's spirits.
- κάνω άρση βαρών
He lifts at the gym every afternoon.
- κλέβω
She was caught lifting clothes from the store.
- αντιγράφω
He lifted entire paragraphs from the article without credit.
ουσιαστικό “lift”
ενικός lift, πληθυντικός lifts
- κούρσα
She gave me a lift to the airport.
- ασανσέρ
We took the lift to the tenth floor.
- ανύψωση
With one lift, he hoisted the box onto the shelf.
- άντωση
The airplane's wings generate lift.
- ανύψωση (διάθεσης)
Her kind words gave me a real lift.
- ώθηση
The new marketing campaign gave sales a lift.
- ανύψωση (στο χορό)
Their performance featured an impressive lift.
- ένα στρώμα υλικού στη φτέρνα ενός παπουτσιού
The cobbler added an extra lift to the heel.