·

sea (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “sea”

ενικός sea, πληθυντικός seas ή μη μετρήσιμο
  1. θάλασσα
    We spent our summer vacation sailing across the calm waters of the Aegean Sea.
  2. θάλασσα (σε μεταφορική χρήση)
    After the concert tickets went on sale, the crowd outside the venue quickly became a sea of eager fans.
  3. θάλασσα (στην αστρονομία ή την πλανητική επιστήμη)
    The lunar rover traversed the vast expanse of the Sea of Serenity, its wheels kicking up dust on the moon's surface.

επίθετο “sea”

βασική μορφή sea, μη βαθμ.
  1. θαλάσσιος
    The sea captain has spent more than thirty years navigating the ocean's treacherous waves.