επίθετο “easy”
easy, συγκρ. easier, υπερθ. easiest
- εύκολος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The math problem was so easy that even a child could solve it.
- ήρεμος
I don't feel easy about leaving my dog home alone all day.
- χαλαρός
Her easy manners made everyone feel comfortable.
- ευάλωτος (χωρίς προστασία)
The small rabbits are easy prey for the hungry foxes.
- ελευθέρων ηθών
People often gossip about her, calling her easy because she dates so many guys.
επίρρημα “easy”
- χαλαρά
After a long week at work, she decided to take it easy over the weekend.
- απαλά
Please go easy on him; he's just learning.
- (καθομιλουμένη) δηλώνει ότι η εκτίμηση μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κανένα πρόβλημα
She can run a mile in under six minutes, easy.
- (καθομιλουμένη) χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει κάποιον
Easy, buddy—you're going too fast!