·

clipped (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
clip (ρήμα)

επίθετο “clipped”

βασική μορφή clipped (more/most)
  1. (για φωνή) ομιλούμενη με γρήγορο, καθαρό τρόπο με σύντομους, κοφτούς ήχους, αλλά χωρίς να ακούγεται πολύ φιλική.
    She gave her instructions in a clipped voice, leaving no room for misunderstanding.