ρήμα “clip”
απαρέμφατο clip; αυτός clips; αόριστος clipped; μετοχή αορ. clipped; μετοχή ενεστ. clipping
- κουρεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The gardener clipped the bushes to keep them tidy.
- στερεώνω (με κλιπ)
She clipped the microphone to her shirt.
- χτυπάω (ελαφρά)
The cyclist clipped the curb and fell off.
- μειώνω
Due to time constraints, the editor had to clip the article.
- απομονώνω (από βίντεο ή ηχητικό)
He clipped the funniest parts of the show to share online.
ουσιαστικό “clip”
ενικός clip, πληθυντικός clips
- κλιπ
She used a hair clip to keep her hair out of her face.
- απόσπασμα
The teacher played a clip from a movie in the lesson.
- γεμιστήρας
The soldier inserted a new clip into his rifle.
- κούρεμα
The dog needs a clip before summer arrives.
- χτύπημα (με το χέρι)
His mother gave him a clip on the ear for talking back.