εκλεκτικό στυλ (ένα στυλ που συνδυάζει στοιχεία από διάφορες πηγές για να δημιουργήσει μια μοναδική αισθητική)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her home is decorated in an eclecticstyle, blending antique furniture with modern artwork.
εκλεκτικός ρυθμός (μια αρχιτεκτονική προσέγγιση που συνδυάζει χαρακτηριστικά από διαφορετικές ιστορικές περιόδους, κοινή στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα)
The museum's facade reflects the eclecticstyle, incorporating Gothic towers and Classical columns.
εκλεκτικό στυλ (αίσθηση μόδας που χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό διαφορετικών στυλ και επιρροών)
She is known for her eclecticstyle, often wearing vintage dresses with contemporary accessories.