ουσιαστικό “calculator”
ενικός calculator, πληθυντικός calculators
- υπολογιστής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He used the calculator app on his phone to add up the bill.