·

product (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “product”

ενικός product, πληθυντικός products ή μη μετρήσιμο
  1. προϊόν
    The store shelves were stocked with a variety of cleaning products, from detergents to disinfectants.
  2. αποτέλεσμα
    Her success is a product of both her education and relentless determination.
  3. παραγωγή (συνολική ποσότητα)
    The factory's product output has doubled since the introduction of new machinery.
  4. προϊόν περιποίησης (για προσωπική φροντίδα)
    She uses a variety of products to style her curls perfectly.
  5. χημικό προϊόν (δημιουργημένο από χημική αντίδραση)
    Water is a product of the reaction between hydrogen and oxygen.
  6. γινόμενο (στα μαθηματικά)
    The product of 2 and 3 is 6.