ουσιαστικό “product”
ενικός product, πληθυντικός products ή μη μετρήσιμο
- προϊόν
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The store shelves were stocked with a variety of cleaning products, from detergents to disinfectants.
- αποτέλεσμα
Her success is a product of both her education and relentless determination.
- παραγωγή (συνολική ποσότητα)
The factory's product output has doubled since the introduction of new machinery.
- προϊόν περιποίησης (για προσωπική φροντίδα)
She uses a variety of products to style her curls perfectly.
- χημικό προϊόν (δημιουργημένο από χημική αντίδραση)
Water is a product of the reaction between hydrogen and oxygen.
- γινόμενο (στα μαθηματικά)
The product of 2 and 3 is 6.