·

incorrect (EN)
επίθετο

επίθετο “incorrect”

βασική μορφή incorrect (more/most)
  1. λανθασμένος
    Her spelling of the word was incorrect.
  2. ανάρμοστος (όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες)
    His incorrect attitude during the meeting upset everyone.