επίθετο “incorrect”
βασική μορφή incorrect (more/most)
- λανθασμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her spelling of the word was incorrect.
- ανάρμοστος (όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες)
His incorrect attitude during the meeting upset everyone.