ρήμα “remain”
απαρέμφατο remain; αυτός remains; αόριστος remained; μετοχή αορ. remained; μετοχή ενεστ. remaining
- παραμένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite the chaos around her, she remained calm.
- μένω
After the party ended, only a few close friends remained to help clean up.
- απομένει (χρήζει ακόμη προσοχής, ενέργειας ή επίλυσης)
Many tasks remain before we can consider the project complete.