·

tapestry (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tapestry”

ενικός tapestry, πληθυντικός tapestries ή μη μετρήσιμο
  1. γοβελίνα
    The grand hall was adorned with a magnificent tapestry depicting a medieval battle scene.
  2. πολυπλοκότητα (σε αυτή τη χρήση, η λέξη "tapestry" μεταφορικά αναφέρεται σε μια πολύπλοκη ή λεπτομερή σύνθεση διαφορετικών στοιχείων, οπότε η λέξη "πολυπλοκότητα" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αυτή την έννοια)
    Her life was a rich tapestry of experiences, woven from her travels around the globe.