ουσιαστικό “landscape”
ενικός landscape, πληθυντικός landscapes ή μη μετρήσιμο
- τοπίο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
From the top of the hill, the entire landscape stretched out below, a patchwork of fields, forests, and a winding river.
- τοπίο (στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών ή των ιδιαιτεροτήτων ενός πεδίου δραστηριότητας)
The technological landscape is rapidly evolving, affecting how we live and work.
- τοπιογραφία
The gallery displayed a beautiful landscape of the countryside at sunset.
- οριζόντια διάταξη
For the presentation, please ensure all slides are set to landscape mode to maximize the use of space.
ρήμα “landscape”
απαρέμφατο landscape; αυτός landscapes; αόριστος landscaped; μετοχή αορ. landscaped; μετοχή ενεστ. landscaping
- ανάπλαση τοπίου
They decided to landscape their backyard with a new garden and a small pond.