·

landscape (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “landscape”

ενικός landscape, πληθυντικός landscapes ή μη μετρήσιμο
  1. τοπίο
    From the top of the hill, the entire landscape stretched out below, a patchwork of fields, forests, and a winding river.
  2. τοπίο (στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών ή των ιδιαιτεροτήτων ενός πεδίου δραστηριότητας)
    The technological landscape is rapidly evolving, affecting how we live and work.
  3. τοπιογραφία
    The gallery displayed a beautiful landscape of the countryside at sunset.
  4. οριζόντια διάταξη
    For the presentation, please ensure all slides are set to landscape mode to maximize the use of space.

ρήμα “landscape”

απαρέμφατο landscape; αυτός landscapes; αόριστος landscaped; μετοχή αορ. landscaped; μετοχή ενεστ. landscaping
  1. ανάπλαση τοπίου
    They decided to landscape their backyard with a new garden and a small pond.