·

united (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
unite (ρήμα)
United (Κύριο Όνομα)

επίθετο “united”

βασική μορφή united, μη βαθμ.
  1. ενωμένος
    The united efforts of the community helped rebuild the park in no time.