ουσιαστικό “battery”
ενικός battery, πληθυντικός batteries ή μη μετρήσιμο
- μπαταρία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My phone's battery is dead; I need to recharge it.
- ξυλοδαρμός
He was arrested and charged with battery after the fight.
- πυροβολαρχία
The battery opened fire on the enemy positions.
- κλωβοστοιχία
Animal rights activists protest against the use of batteries in chicken farming.
- σειρά (μεγάλος αριθμός)
She underwent a battery of tests at the hospital.
- (στο μπέιζμπολ) ο πίτσερ και ο κάτσερ θεωρούνται ως μία ενιαία μονάδα
The team's battery has been working well together all season.
- (στο σκάκι) δύο ή περισσότερα κομμάτια που συνεργάζονται κατά μήκος μιας γραμμής επίθεσης
He set up a battery with his queen and bishop against his opponent's king.
- (ΗΠΑ, στη μουσική) ομάδα κρουστών οργάνων που χρησιμοποιούνται σε μπάντες παρέλασης
The battery provided a strong rhythm during the parade.
- κατάσταση ενός πυροβόλου όπλου όταν είναι έτοιμο να πυροβολήσει
Ensure the weapon is in battery before proceeding.