·

mortgage (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “mortgage”

ενικός mortgage, πληθυντικός mortgages
  1. υποθήκη
    They obtained a mortgage to purchase their first home.

ρήμα “mortgage”

απαρέμφατο mortgage; αυτός mortgages; αόριστος mortgaged; μετοχή αορ. mortgaged; μετοχή ενεστ. mortgaging
  1. υποθηκεύω (να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ως εγγύηση για ένα δάνειο)
    They mortgaged their house to buy a new business.
  2. υποθηκεύω (μεταφορικά, να ρισκάρω μελλοντική απώλεια)
    She mortgaged her future for a chance at fame.