ουσιαστικό “mortgage”
ενικός mortgage, πληθυντικός mortgages
- υποθήκη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They obtained a mortgage to purchase their first home.
ρήμα “mortgage”
απαρέμφατο mortgage; αυτός mortgages; αόριστος mortgaged; μετοχή αορ. mortgaged; μετοχή ενεστ. mortgaging
- υποθηκεύω (να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ως εγγύηση για ένα δάνειο)
They mortgaged their house to buy a new business.
- υποθηκεύω (μεταφορικά, να ρισκάρω μελλοντική απώλεια)
She mortgaged her future for a chance at fame.