ρήμα “increase”
απαρέμφατο increase; αυτός increases; αόριστος increased; μετοχή αορ. increased; μετοχή ενεστ. increasing
- αυξάνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The temperature increased as the sun rose higher in the sky.
- αυξάνω
She decided to increase the amount of time she spent studying each day.
ουσιαστικό “increase”
ενικός increase, πληθυντικός increases ή μη μετρήσιμο
- αύξηση
The increase in prices made it harder for people to afford groceries.
- αύξηση (το ποσό που κάτι αυξάνεται)
The company reported an increase of 10% in their sales this year.