Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ουσιαστικό “xerox”
ενικός xerox, πληθυντικός xeroxes
- φωτοτυπία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Can you make a xerox of this document for me?
- φωτοτυπικό μηχάνημα
I need to make copies, but the xerox is out of order.
ρήμα “xerox”
απαρέμφατο xerox; αυτός xeroxes; αόριστος xeroxed; μετοχή αορ. xeroxed; μετοχή ενεστ. xeroxing
- φωτοτυπώ (με φωτοτυπικό μηχάνημα)
She xeroxed the handouts before the class started.