·

xerox (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Xerox (Κύριο Όνομα)

ουσιαστικό “xerox”

ενικός xerox, πληθυντικός xeroxes
  1. φωτοτυπία
    Can you make a xerox of this document for me?
  2. φωτοτυπικό μηχάνημα
    I need to make copies, but the xerox is out of order.

ρήμα “xerox”

απαρέμφατο xerox; αυτός xeroxes; αόριστος xeroxed; μετοχή αορ. xeroxed; μετοχή ενεστ. xeroxing
  1. φωτοτυπώ (με φωτοτυπικό μηχάνημα)
    She xeroxed the handouts before the class started.