ουσιαστικό “market”
ενικός market, πληθυντικός markets ή μη μετρήσιμο
- αγορά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every Saturday, the town square transforms into a bustling market where locals buy fresh produce and handmade goods.
- σούπερ μάρκετ
We ran out of eggs, so I need to make a quick trip to the market.
- αγορά (οι πιθανοί αγοραστές)
The company identified teenagers as the primary market for their latest gaming app.
- αγορά (τομέας όπου υπάρχει ζήτηση)
The company expanded its operations to the Asian market to meet the growing demand for its products.
- χρηματιστήριο (για συγκεκριμένα αντικείμενα ή χρηματοοικονομικά προϊόντα)
The diamond market is tightly controlled by a few large companies, making it almost monopolistic.
ρήμα “market”
απαρέμφατο market; αυτός markets; αόριστος marketed; μετοχή αορ. marketed; μετοχή ενεστ. marketing
- προωθώ
The company is marketing its new line of organic juices through social media campaigns.
- πουλώ
She marketed her homemade jams at the local venue every Saturday.