ρήμα “reshape”
απαρέμφατο reshape; αυτός reshapes; αόριστος reshaped; μετοχή αορ. reshaped; μετοχή ενεστ. reshaping
- αναμορφώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist reshaped the clay into a beautiful vase.
- αναδιαρθρώνω
The company reshaped its marketing strategy to better meet customer needs.