·

dine (EN)
ρήμα

ρήμα “dine”

απαρέμφατο dine; αυτός dines; αόριστος dined; μετοχή αορ. dined; μετοχή ενεστ. dining
  1. δειπνώ
    During the conference, we dined at various restaurants.
  2. παραθέτω δείπνο (σε κάποιον)
    She often dines important clients at expensive restaurants.