ρήμα “dine”
απαρέμφατο dine; αυτός dines; αόριστος dined; μετοχή αορ. dined; μετοχή ενεστ. dining
- δειπνώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the conference, we dined at various restaurants.
- παραθέτω δείπνο (σε κάποιον)
She often dines important clients at expensive restaurants.