·

further (EN)
επίθετο, επίρρημα, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
far (επίθετο, επίρρημα)

επίθετο “further”

βασική μορφή further, μη βαθμ.
  1. επιπλέον
    If you have any further questions, please let me know.

επίρρημα “further”

further
  1. πιο μακριά
    We can't swim any further; the water is too cold.
  2. περισσότερο
    To understand the problem further, we need more data.
  3. επιπροσθέτως
    Further, we should consider the impact on the environment.
  4. συνεπώς
    Further to your request, I have enclosed the documents.

ρήμα “further”

απαρέμφατο further; αυτός furthers; αόριστος furthered; μετοχή αορ. furthered; μετοχή ενεστ. furthering
  1. προωθώ
    The grant will further the research into renewable energy.