·

available (EN)
επίθετο

επίθετο “available”

βασική μορφή available, μη βαθμ.
  1. διαθέσιμος
    The concert tickets are available for purchase online starting today.
  2. ελεύθερος (για συνάντηση ή επικοινωνία)
    Is Dr. Smith available for a consultation today?
  3. ελεύθερος (μη δεσμευμένος σε ρομαντική ή σεξουαλική σχέση)
    Since she's not dating anyone, she's available for the dance on Friday.