ρήμα “publish”
απαρέμφατο publish; αυτός publishes; αόριστος published; μετοχή αορ. published; μετοχή ενεστ. publishing
- εκδίδω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After months of hard work, the author finally published her debut novel.
- ανακοινώνω
The city council published a notice about the upcoming road closures in the local newspaper.