ρήμα “enjoy”
απαρέμφατο enjoy; αυτός enjoys; αόριστος enjoyed; μετοχή αορ. enjoyed; μετοχή ενεστ. enjoying
- απολαμβάνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She enjoys listening to classical music while sipping her morning coffee.
- απολαμβάνω (έχω το όφελος)
He has long enjoyed the respect of his colleagues.