ουσιαστικό “pronunciation”
ενικός pronunciation, πληθυντικός pronunciations ή μη μετρήσιμο
- προφορά (της λέξης)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her pronunciation of "aluminum" differs from mine because she's from the UK.
- προφορά (της γλώσσας)
She's been taking classes to improve her English pronunciation.
- άρθρωση (του λόγου)
The teacher's pronunciation of the student's name marked the beginning of the graduation ceremony.