επίθετο “far”
far, συγκρ. farther, further, υπερθ. farthest, furthest
- μακριά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He spotted a far island through his telescope.
- μακρινός (για χρονική απόσταση)
In the far past, dinosaurs roamed the earth.
- πιο απομακρυσμένος (για σύγκριση δύο αντικειμένων)
The far gate is harder to reach because of the thick fog.
- στο άκρο (για θέση ή βαθμό)
Her political views are considered far left by her community.
επίρρημα “far”
- μακριά (ως επίρρημα)
The eagle soared far above the mountain peaks.
- πολύ περισσότερο
The outcome was far better than anyone had anticipated.