·

far (EN)
επίθετο, επίρρημα

επίθετο “far”

far, συγκρ. farther, further, υπερθ. farthest, furthest
  1. μακριά
    He spotted a far island through his telescope.
  2. μακρινός (για χρονική απόσταση)
    In the far past, dinosaurs roamed the earth.
  3. πιο απομακρυσμένος (για σύγκριση δύο αντικειμένων)
    The far gate is harder to reach because of the thick fog.
  4. στο άκρο (για θέση ή βαθμό)
    Her political views are considered far left by her community.

επίρρημα “far”

far (more/most)
  1. μακριά (ως επίρρημα)
    The eagle soared far above the mountain peaks.
  2. πολύ περισσότερο
    The outcome was far better than anyone had anticipated.