·

wing (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “wing”

ενικός wing, πληθυντικός wings
  1. φτερό (το μέρος του σώματος ενός πουλιού, νυχτερίδας ή εντόμου που του επιτρέπει να πετάει)
    The eagle spread its wings and soared into the sky.
  2. φτερό (το μεγάλο επίπεδο μέρος ενός αεροσκάφους που παρέχει άντωση)
    From my window seat, I could see the plane's wing stretching out beside me.
  3. πτέρυγα
    The air force deployed a wing of fighter jets to patrol the region.
  4. πτέρυγα (ένα μέρος ενός κτιρίου που εκτείνεται από το κύριο μέρος)
    The school's new wing will be completed next spring.
  5. πτέρυγα (πολιτική ομάδα)
    The party's reformist wing is pushing for changes in policy.
  6. φτερό
    After the minor accident, there was a dent in the car's left wing.
  7. εξτρέμ
    The wing sprinted down the field to receive the pass.

ρήμα “wing”

απαρέμφατο wing; αυτός wings; αόριστος winged; μετοχή αορ. winged; μετοχή ενεστ. winging
  1. πετάω
    The hummingbird winged from one flower to the next.
  2. αυτοσχεδιάζω
    With no script, the actor had to wing his performance.
  3. τραυματίζω ελαφρά
    The officer was winged by a stray bullet during the chase.