·

checkbook, chequebook (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “checkbook”

ενικός checkbook us, chequebook uk, πληθυντικός checkbooks us, chequebooks uk
  1. βιβλιάριο επιταγών
    She paid the rent with a cheque from her chequebook.
  2. (μεταφορικά) πρόσβαση σε μεγάλα ποσά χρημάτων για ξόδεμα
    The company used its chequebook to secure the best talent.