·

student (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “student”

ενικός student, πληθυντικός students
  1. φοιτητής
    The students were excited about the upcoming graduation ceremony.
  2. μαθητής (που μελετά ένα συγκεκριμένο θέμα)
    She is a dedicated student of human behavior.