ρήμα “appraise”
απαρέμφατο appraise; αυτός appraises; αόριστος appraised; μετοχή αορ. appraised; μετοχή ενεστ. appraising
- εκτιμώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The jeweler appraised the diamond necklace at a high price.
- αξιολογώ (την απόδοση κάποιου)
At the end of the year, the company appraised all its employees.
- εξετάζω (προσεκτικά)
She appraised the room, noting every detail.