ρήμα “nestle”
απαρέμφατο nestle; αυτός nestles; αόριστος nestled; μετοχή αορ. nestled; μετοχή ενεστ. nestling
- κουλουριάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The kitten nestled into the pile of warm laundry, purring contentedly.
- αγκαλιάζω σφιχτά (με την έννοια της τρυφερής αγκαλιάς)
The child nestled against her mother's side as they read a story together.
- κρύβομαι (με την έννοια του να βρίσκομαι σε μια κρυφή ή προστατευμένη θέση)
A quaint cottage nestled in the rolling hills, almost hidden by the surrounding trees.
- τοποθετώ απαλά (με την έννοια του να ρυθμίζω ή να τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε μια άνετη θέση)
She carefully nestled the fragile ornaments into the soft padding of the storage box.