·

nestle (EN)
ρήμα

ρήμα “nestle”

απαρέμφατο nestle; αυτός nestles; αόριστος nestled; μετοχή αορ. nestled; μετοχή ενεστ. nestling
  1. κουλουριάζω
    The kitten nestled into the pile of warm laundry, purring contentedly.
  2. αγκαλιάζω σφιχτά (με την έννοια της τρυφερής αγκαλιάς)
    The child nestled against her mother's side as they read a story together.
  3. κρύβομαι (με την έννοια του να βρίσκομαι σε μια κρυφή ή προστατευμένη θέση)
    A quaint cottage nestled in the rolling hills, almost hidden by the surrounding trees.
  4. τοποθετώ απαλά (με την έννοια του να ρυθμίζω ή να τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε μια άνετη θέση)
    She carefully nestled the fragile ornaments into the soft padding of the storage box.