·

already (EN)
επίρρημα

επίρρημα “already”

already (more/most)
  1. ήδη
    He had already completed the assignment before the deadline.
  2. ήδη (νωρίτερα από το αναμενόμενο)
    Is it midnight already? Time flies!
  3. ήδη (για να δείξει ενόχληση ή ανυπομονησία)
    Just pick a restaurant already, we're all starving!