ρήμα “divide”
απαρέμφατο divide; αυτός divides; αόριστος divided; μετοχή αορ. divided; μετοχή ενεστ. dividing
- διαιρώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher divided the class into groups for the project.
- μοιράζω
We divided the cake into eight equal pieces so everyone could have a slice.
- διχάζω
The new policy divided the community, creating tension among its members.
- διαιρούμαι (για κύτταρο)
Under the microscope, the scientist observed a single amoeba dividing into two, demonstrating the process of cellular reproduction.
- εκτελώ την πράξη της διαίρεσης
When you divide 10 by 2, the answer is 5.
- διαιρεί (στο πλαίσιο της μαθηματικής διαίρεσης)
4 divides 20 evenly, resulting in 5.
ουσιαστικό “divide”
ενικός divide, πληθυντικός divides ή μη μετρήσιμο
- απόσταση
The political divide in the country seems to grow wider every year.