·

pop-up (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “pop-up”

βασική μορφή pop-up, popup, μη βαθμ.
  1. αιφνιδιαστικά εμφανιζόμενος
    As we walked through the haunted house, a pop-up skeleton scared us at every turn.
  2. τρισδιάστατος κατά το άνοιγμα μιας σελίδας βιβλίου (στα βιβλία)
    The children were delighted by the pop-up dragon that leapt out from their fairy tale book.
  3. προσωρινός
    The pop-up cafe on the corner will only be open for the summer.

ουσιαστικό “pop-up”

ενικός pop-up, popup, πληθυντικός pop-ups, popups ή μη μετρήσιμο
  1. αναδυόμενο παράθυρο
    While browsing for recipes, a pop-up for kitchen gadgets suddenly appeared on my screen.
  2. τρισδιάστατος σχεδιασμός σε χαρτί (κατά το άνοιγμα βιβλίου ή κάρτας)
    When she opened the birthday card, a colorful pop-up of a cake appeared, surprising her with its intricate details.
  3. προσωρινή επιχείρηση
    The city's downtown area will host a pop-up selling ice cream this summer.
  4. ψηλό κτύπημα μπάλας (στο μπέιζμπολ)
    The batter hit a high pop-up, and the shortstop easily caught it for an out.