·

basement (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “basement”

ενικός basement, πληθυντικός basements
  1. υπόγειο
    During the storm, the family took shelter in the basement beneath the house.
  2. υπόβαθρο (στη γεωλογία, ένα στρώμα σκληρού βράχου κάτω από μαλακότερους βράχους)
    Geologists study the ancient basement to learn about Earth's history.