επίθετο “hand-painted”
βασική μορφή hand-painted, handpainted, μη βαθμ.
- χειροποίητος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The vase on the shelf was hand-painted with delicate flowers, making it unique and valuable.