·

experienced (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
experience (ρήμα)

επίθετο “experienced”

βασική μορφή experienced (more/most)
  1. έμπειρος/η/ο
    The experienced chef effortlessly diced the vegetables with impressive speed.