ουσιαστικό “experience”
ενικός experience, πληθυντικός experiences ή μη μετρήσιμο
- εμπειρία (συναισθηματική ή σκεπτική επίδραση)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Riding the roller coaster was a thrilling experience that left her heart pounding long after the ride ended.
- περιστατικό
My first experience riding a horse was both thrilling and a bit scary.
- εμπειρία (κατανόηση ή ειδίκευση)
Through years of working in different countries, she gained invaluable experience in cross-cultural communication.
ρήμα “experience”
απαρέμφατο experience; αυτός experiences; αόριστος experienced; μετοχή αορ. experienced; μετοχή ενεστ. experiencing
- βιώνω
She experienced great joy watching her daughter take her first steps.