ουσιαστικό “chalet”
ενικός chalet, πληθυντικός chalets
- σαλέ (ξύλινο σπίτι στα βουνά, ειδικά στις Άλπεις)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During our trip to Switzerland, we stayed in a cozy chalet overlooking the snowy peaks.
- σαλέ (ένα μικρό εξοχικό σπίτι ή καμπίνα διακοπών, ειδικά σε κατασκήνωση διακοπών)
They rented a seaside chalet at the holiday park for a week.