·

chalet (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “chalet”

ενικός chalet, πληθυντικός chalets
  1. σαλέ (ξύλινο σπίτι στα βουνά, ειδικά στις Άλπεις)
    During our trip to Switzerland, we stayed in a cozy chalet overlooking the snowy peaks.
  2. σαλέ (ένα μικρό εξοχικό σπίτι ή καμπίνα διακοπών, ειδικά σε κατασκήνωση διακοπών)
    They rented a seaside chalet at the holiday park for a week.